Παλαιά — Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc/acc dual Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιά — παλαιός old in years neut nom/voc/acc pl παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc/acc dual παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιά Επίδαυρος — Sp Senàsis Epidáuras Ap Παλαιά Επίδαυρος/Palaia Epidavros L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Παλαιά Φώκαια — Sp Senóji Fòkėja Ap Παλαιά Φώκαια/Palaia Fokaia L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Παλαιᾷ — Παλαιή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιᾷ — παλαιός old in years fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιά Βρύση — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραπτοπούλου … Dictionary of Greek
Παλαιά Γιαννιτσού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (31 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή … Dictionary of Greek
Παλαιά Επίδαυρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας, έδρα του ομώνυμου δήμου. Εκτείνεται μέχρι τα παράλια, τα κεντρικά, του κόλπου Επιδαύρου, σε εύφορη περιφέρεια … Dictionary of Greek